vouch$90862$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

vouch$90862$ - translation to ελληνικό

RECEIPT OR BOND WITH A CERTAIN VALUE
Vouchers; Vouch; Paper chit; Full Credit Voucher
  • This British Army Forces Voucher, issued to soldiers in Germany following [[World War II]], may be used only in canteens or other specified transactions.

vouch      
v. εγγυώμαι, επιβεβαιώ, μαρτυρώ

Ορισμός

vouch
(vouches, vouching, vouched)
vouch for
1.
If you say that you can or will vouch for someone, you mean that you can guarantee their good behaviour.
Kim's mother agreed to vouch for Maria and get her a job.
PHRASAL VERB: V P n
2.
If you say that you can vouch for something, you mean that you have evidence from your own personal experience that it is true or correct.
He cannot vouch for the accuracy of the story.
PHRASAL VERB: V P n

Βικιπαίδεια

Voucher

A voucher is a bond of the redeemable transaction type which is worth a certain monetary value and which may be spent only for specific reasons or on specific goods. Examples include housing, travel, and food vouchers. The term voucher is also a synonym for receipt and is often used to refer to receipts used as evidence of, for example, the declaration that a service has been performed or that an expenditure has been made. Voucher is a tourist guide for using services with a guarantee of payment by the agency.

The term is also commonly used for school vouchers, which are somewhat different.